Ο Νικολάκης (ο γιος μου), γεννήθηκε 3 Μάη του 1997. Αυτό όμως που μένει χαραγμένο στη μνήμη μου είναι η στιγμή που έμαθα την ύπαρξή του. Ήταν Πέμπτη 29 Αυγούστου (σαν σήμερα δηλαδή) κι εγώ βρισκόμουν (που αλλού?) στη δουλειά. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η πρώην γυναίκα μου κι έκλαιγε. Αρχικά, ανησύχησα γιατί δεν καταλάβαινα τι έλεγε και προσπαθούσα να τη συνεφέρω. Λίγα δεύτερα αργότερα κατάλαβα πως ήταν δάκρυα χαράς. Με μεγάλη προσπάθεια να αρθρώσει τις λέξεις μου ανακοίνωσε "Παναγιωτάκι μου, θα γίνεις πατέρας" (αλλιώς ήθελα να το μάθω, αλλά ποτέ δεν ήταν ρομαντική, δεν φταίει εκείνη)... Αυτό ήταν, γύρισε το παξιμάδι, ξέφυγα. Τα δάκρυά της είχν γίνει κλάμα μου και η χαρά της η πιο ευτυχισμένη στιγμή μου ως τότε. Έτρεχα στους διαδρόμους του γραφείου και φιλούσα όποιον έβισκα μπροστά μου, λέγοντας του το χαρμόσυνο γεγονός. Το τι επακολούθησε λίγο πολύ είναι γνωστό. Πήρα άδεια εκείνη τη μέρα, την πήγα σε ένα ρεστοράν και υπό το φως των κεριών και των ματιών μου που έλαμπαν, τις εξέφραζα πόσο ευτυχισμένο με είχε κάνει.
Πέρασαν οι μήνες (δύσκολη εγκυμοσύνη ομολογουμένως) μέχρι που ήρθε το δεύτερο χτύπημα, το καιριο... Σάββατο πρωί 3 Μάη και φεύγουμε με το αυτοκίνητο για το μαιευτήριο. (εγώ μπροστά και πίσω τα σόγια...).
Δεν πολυθημάμαι τι μεσολάβησε, αλλά δεν θα ξεχάσω τι ένοιωσα όταν η νοσοκόμα μου έφερε ένα κατάλευκο κουταβάκι και το κράτησα αγκαλιά. Είχε ορθάνοιχτα ματάκια και με κοιτούσε με ένα βλέμμαααα...!!! Το ίδιο βράδυ, καθισμένος στον καναπέ της υποδοχής (αφού δεν έλεγα να τους αφήσω μονάχους) Έγραψα το παρακάτω... Αφιερωμένο στο γιοκαρίνι μου αλλά και στη γυναίκα που όσο με πλήγωσε τόση χαρά μου έδωσε... (συγχωρήστε με αν μετά από τόσο καιρό, συγκινούμε όταν το σκέφτομαι και αφήστε το δάκρυ μου να κυλά, δεν με αυλακώνει, καίει μόνο λιγάκι...).
Ξεπρόβαλες μια μέρα Μαΐου
αχτίδα φωτός του Ηλίου.
Τα μάτια σου είδα και φτάνει,
Θεό στους θεούς να με κάνει.
Ξεχωρίζεις σαν πλοίου κατάρτι,
σαν τραγούδι παλιό από μπάντα.
Μελωδία από νότες γεμάτη,
σαν γλυκιά μουσική, σαν μπαλάντα.
Από συγκίνηση η καρδιά μου ραγίζει,
να σε σφίξω αγκαλιά λαχταράω.
Η χαρά μου την τρέλα αγγίζει,
και νομίζω στ’ αστέρια πετάω.
Από τώρα μετράω φεγγάρια,
που θα έρθουν να πάρουν κι εσένα.
Στις ζωής θα σε ρίξουν αρένα,
να σκοτώνει μονάχος λιοντάρια.
Πόσο θέλω μεγάλος να γίνεις,
τα χτυπήματα του κόσμου ν’ αντέχεις.
Μα μικρούλης πως θέλω να μείνεις,
να μη χάσεις τη γλύκα που έχεις.
(Οι στίχοι είναι κατωχυρωμένοι σε συμβολαιογράφο)